- χρησμολύτης
- χρησμολύτης [pron. full] [ῠ], ου, ὁ,A expounder of oracles, Tz. ad Lyc.494.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρησμολύτης — ο, ΝΜ αυτός που ερμηνεύει χρησμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο λύτης, ὠδινο λύτης] … Dictionary of Greek
χρησμολύτην — χρησμολύτης expounder of oracles masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)